ἰδιόστολος

ἰδιόστολος
ἰδιόστολος
ἰδιόστολος
equipped at one's own expense: masc /fem nom sg

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιδιόστολος — ἰδιόστολος, ον (Α) 1. αυτός που εξοπλίζεται με ιδιωτικές δαπάνες 2. ο μισθωμένος για ιδιαίτερη χρήση 3. φρ. «ἰδιόστολος πλέω» πλέω με δικό μου πλοίο (Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + στολος (< στόλος «εξοπλισμός»), πρβλ. από στολος, αυτό… …   Dictionary of Greek

  • ἰδιόστολος — equipped at one s own expense masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιόστολον — ἰδιόστολος equipped at one s own expense masc/fem acc sg ἰδιόστολος equipped at one s own expense neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιοστόλῳ — ἰδιόστολος equipped at one s own expense masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”